χρυσόηλος

Revision as of 07:01, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, with nails or studs of gold, Eust.95.6.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen Nägeln, Buckeln oder Knöpfen, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόηλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς ἥλους, Εὐστ. 95. 7, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον (Ἰλ. Α. 246).

Greek Monolingual

-ον, Μ
καρφωμένος με χρυσούς ήλους, με χρυσά καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἧλος «καρφί» (πρβλ. ἀργυρόηλος)].