ψυχεῖον

Revision as of 07:03, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

τό, place for cooling water, Semus 4.

German (Pape)

[Seite 1403] τό, auch ψυχίον, Ort zum Abkühlen, bes. des Wassers, ὀρυκτά Ath. III, 123 d.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχεῖον: τό, τόπος πρὸς ψῦξιν ὕδατος, Σῆμος περ’ Ἀθην. 123D.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
χώρος κατάλληλος για ψύξη, κυρίως νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + επίθημα -εῖον (πρβλ. πορνεῖον)].