ἐγχέλειον

Revision as of 17:14, 23 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔγχελυς, in sg., Ar.Fr.318.7, Antiph.222.4: mostly in plural, Pherecr.108.12, Callias Com.3, Posidipp.14; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043: but in ll.cc. prob. neut. pl. of ἐγχέλειος (sc. κρέα or τεμάχη); so τέμαχος ἐγχέλειον Pherecr.45, cf. Eust. 1231.36.

German (Pape)

[Seite 713] τό, dim. von ἔγχελυς, Aelchen; Ar. bei Ath. III, 104 e; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar. Ach. 1087, wo Andere besser κρέα ergänzen, Aalfleisch, von

Spanish

anguila

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχέλειον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔγχελυς, καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 7, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 4· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐγχέλεια Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 12, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1. 2, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1· ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1043: - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἐγχέλεια δυνατὸν νὰ εἶναι οὐδ. πληθ. τοῦ ἐγχέλειος (ἐξυπακουομένου τοῦ κρέα ἢ τεμάχη)· μάλιστα παρὰ Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδάσκάλῳ» 1 εὑρίσκομεν τέμαχος ἐγχέλειον, πρβλ. Εὐστ. 1231. 36.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχέλειον: τό Arph. = ἔγχελυς.