χρηματαγωγός

Revision as of 13:15, 25 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

, money-carrier, PHib.1.110.52, al. (iii B. C.).

Greek Monolingual

, Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη μεταφορά χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + ἀγωγός (πρβλ. δημαγωγός)].