κνήκιον

Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό,
A = τρίφυλλον, Id.3.109 (v.l. κνίκιον).
2 = σάμψουχον, Ps.-Dsc.3.39.

Greek (Liddell-Scott)

κνήκιον: τό, φυτόν τι ἀρωματικόν, ἀμάρακον, «μαντζουράνα», Διοσκ. Νόθ. 3. 47.

Greek Monolingual

κνήκιον, τὸ (Α) κνήκος
ονομασία αρωματικού φυτού, αλλ. αμάρακον.