λαμπρόπους

Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, λαμπρόπουν, τό, gen. ποδος,
A bright-footed, Sch.DIl.1.538.

German (Pape)

[Seite 12] ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538.

Greek Monolingual

λαμπρόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει λαμπρά, λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + πούς (πρβλ. ωκύπους)].