ποίνημα

Revision as of 09:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό, (ποινάω) penalty, Hsch. (ποινώματα cod.).

German (Pape)

[Seite 652] τό, Buße, Rache, Strafe, Hesych. wahrscheinlich falsch ποίνωμα.

Greek (Liddell-Scott)

ποίνημα: τό, (ποινάω) τιμώρημα, Ἡσύχ. (κῶδ. ποινώματα).

Greek Monolingual

τὸ, Α ποινῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) εκδίκηση, τιμωρία.