[σῐ], πουν, gen. ποδος, in form τεττ-, twenty-four feet long, IG12.373.62.
και αττ. τ. τετταρακαιεικοσίπους, -ουν, Ααυτός που έχει μήκος είκοσι τεσσάρων ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καί + εἴκοσι + πούς «πόδι»].