καλλιπέτηλος

Revision as of 09:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

καλλιπέτηλον, with beautiful leaves, AP9.64 (Asclep. or Arch.), 10.16 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1310] schönblättrig; λήϊον, ἀκρέμων, Theaet. 2 Asclepiad. 34 (IX, 64. X, 16).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles feuilles.
Étymologie: καλός, πέταλον.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπέτηλος: покрытый прекрасными листьями (ἀκρεμών, λήϊον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπέτηλος: -ον, εὐπέταλος, Ἀνθ. Π. 9. 64., 10. 16.

Greek Monolingual

καλλιπέτηλος, -ον (Α)
(για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. του πέταλον), πρβλ. αβροπέτηλος, λευκοπέτηλος.

Greek Monotonic

καλλιπέτηλος: -ον (πέτηλον), αυτός που έχει ωραία πέταλα, εύσχημα φύλλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

καλλι-πέτηλος, ον πέτηλον
with beautiful leaves, Anth.