μονοζυγής
English (LSJ)
μονοζυγές, = μόνοζυξ (yoked alone), σάνδαλον APl. 4.308 (Eugenes).
German (Pape)
Greek Monolingual
μονοζυγής, -ές (Α)
μονόζυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. ισοζυγής, καλλιζυγής].