μονόζυξ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ῠγος,
A yoked alone: hence, single, solitary, A.Pers.139 (lyr.).
II ξύλα μ., opp. τετράγωνα, = μονόξυλα, IG12(9).907 (Chalcis, iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 203] υγος, einspännig, einzeln, allein, Aesch. Pers. 135, vom Ehegemahl verlassen.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
attelé seul ; seul, solitaire.
Étymologie: μόνος, ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
μονόζυξ: ῠγος adj. оставшийся один в запряжке, т. е. брошенный, покинутый (Περσίδες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ μόνος ἐζευγμένος, δηλ. μόνος, μονήρης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 139· ― οὕτω μονοζῠγής, ές, Ἀνθ. Πλαν. 308.
Greek Monolingual
μονόζυξ, ό και ἡ (Α)
1. μόνος, μονάχος
2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανόζυξ, νεόζυξ].
Greek Monotonic
μονόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζεύγνυμι), αυτός που είναι ζεμένος μόνος στο ζυγό, δηλ. μόνος, μοναχικός, σε Αισχύλ.· ομοίως, μονοζυγής, -ές, σε Ανθ.
Middle Liddell
μονό-ζυξ, ῠγος, ζεύγνυμι
yoked alone, i. e. single, solitary, Aesch.:—so μονοζῠγής, ές, Anth.