ἀλλόγνωτος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
desconocido, extraño δῆμος Od.2.366, ἤθη Procop.Goth.1.7.24.
German (Pape)
[Seite 103] andern bekannt, d. h. mir oder uns unbekannt, fremd, Hom. einmal, Od. 2, 366 ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ, v.l. ἀλλογνώτων Apoll. lex. Hom. 22, 16, v.l. ἀλλογνώστῳ Scholl., vgl. Eustath. p. 1450, 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
méconnu, inconnu, étranger.
Étymologie: ἄλλος, γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόγνωτος: известный другим, неведомый (нам), т. е. чужой (δῆμος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόγνωτος: -ον, ὁ κακῶς γινωσκόμενος, ἄγνωστος, ξένος, δῆμος, Ὀδ. Β. 366.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἀλλόγνωτος: -ον, παραγνωρισμένος, άγνωστος, σε Ομήρ. Οδ.