άγνωστος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄγνωστος, -η, -ον) γνωστός
1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος
2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν)
αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες αισθήσεις, που βρίσκεται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης γνώσης
3. Μαθ. μέγεθος που εμφανίζεται σε κάποιο πρόβλημα το οποίο ζητά τον προσδιορισμό του, και που πρέπει να προσδιοριστεί.
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον εννοήσει, ο ακατάληπτος
2. αυτός που δεν γνωρίζει, που αγνοεί κάτι.