προδωμάτιον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 717] τό, Vorhäuschen, vgl. Lob. Phryn. 252.
Greek (Liddell-Scott)
προδωμάτιον: τό, Ἀττ. λέξις ἀντὶ τοῦ προκοιτών, Φρύνιχ. 252. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προδωμάτιον· τὸ πρὸ τοῦ κοιτῶνος στοΐδιον».
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
1. ο προθάλαμος
2. (κατά τον Ησύχ.) «προδωμάτιον
τὸ πρὸ τοῦ κοιτῶνος στοΐδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δωμάτιον «θάλαμος, κοιτώνας»].