ἱππολάπαθον

Revision as of 09:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[λᾰ], τό, Rumex aquaticus, dock-sorrel, Dsc.2.115, Gal.12.56.

German (Pape)

[Seite 1260] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππολάπᾰθον: λᾰ, τό, εἶδος λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «ἱππολάπαθον, λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππολάπαθον, τὸ (Α)
είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λάπαθον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππόκρημνος, ιππόπορνος].