ὀμπνιόχειρ

Revision as of 09:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πλουσιόχειρ, πλούσιος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμπνιόχειρ: ἴδε ὄμπνιος.

Greek Monolingual

ὀμπνιόχειρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + -χειρ (< χείρ, -ός), πρβλ. μονόχειρ, πλουσιόχειρ].