Arc. for θύραζε,= ἔξω, Hsch.
θύρδα: Ἀρκαδ. ἀντὶ θύραζε, = ἔξω, Ἡσύχ.
θύρδα (Α)επίρρ. (αρκαδ. τ. αντί θύραζε) έξω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -δα, μεταπλασμένος τ. του δε (I)].