ῶνος, ὁ, = κορύφωμα (top, summit), Glossaria.
κορυφών, -ῶνος, ὁ (Α)η κορύφωση, η συγκεφαλαίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κορυφή.