κορύφωμα

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφωμα Medium diacritics: κορύφωμα Low diacritics: κορύφωμα Capitals: ΚΟΡΥΦΩΜΑ
Transliteration A: korýphōma Transliteration B: koryphōma Transliteration C: koryfoma Beta Code: koru/fwma

English (LSJ)

-ατος, τό, top, summit, Ath.Mech. 36.7.

Greek (Liddell-Scott)

κορύφωμα: τό, ἄκρα, κορυφή, Ἀθήν. π. Μηχ. σ. 10. 25.

Greek Monolingual

το (Α κορύφωμα) κορυφώ
το υψηλότερο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος, ο ανώτατος βαθμός, η αποκορύφωση («το κορύφωμα της δόξας»).

German (Pape)

τό, die Spitze, der Gipfel, Sp.