στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
η (Α κορύφωσις) κορυφώ
νεοελλ.
το κορύφωμα, ο ανώτατος βαθμός («η κορύφωση της διαφθοράς»)
αρχ.
1. εξύψωση, έξαρση
2. ολοκλήρωση, τελειοποίηση
3. (για πυραμίδα) η κορυφή.