διποδισμός

Revision as of 09:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, = διποδία ΙΙ, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cierto baile en Lacedemonia, Ath.630a, Hsch.s.u. διποδία.

Greek Monolingual

ο (AM διποδισμός)
νεοελλ.
ο φυσικός βηματισμός του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών του
αρχ.
είδος χορού, διποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ποδισμός.

German (Pape)

ὁ, der Tanz διποδία, Hesych., wo man διποδιασμός vermutet.