σταθμικός

Revision as of 09:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σταθμική, σταθμικόν, by weight, οὐγγία Gal.13.417,894.

German (Pape)

[Seite 927] = σταθμητικός, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ σταθμός
νεοελλ.
φρ. «σταθμική ανάλυση»
χημ. τεχνική ποσοτικής χημικής ανάλυσης κατά την οποία το άγνωστο συστατικό ενός δείγματος υλικού μετατρέπεται σε μια ουσία γνωστής σύστασης που μπορεί στη συνέχεια να αποχωριστεί και να ζυγιστεί
αρχ.
σταθμητικός.