σταθμητικός
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
English (LSJ)
σταθμητική, σταθμητικόν, of or for measuring, σ. τῆς ἰσότητος S.E.M.7.442; σ. λέξις used of weighing, Eust.81.17.
German (Pape)
[Seite 927] zum Abwägen gehörig, abwägend, τινός, S. Emp. adv. log. 1, 442.
Russian (Dvoretsky)
σταθμητικός: измерительный: σ. τῆς ἰσότητος Sext. служащий для определения ровности (правильности).
Greek (Liddell-Scott)
σταθμητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μέτρησιν, στ. τῆς ἰσότητος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 442· στ. λέξις, ξυλουργοῦ λέξις, Εὐστ. 81. 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σταθμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμητός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση του βάθους.