νεόθηκτος

Revision as of 09:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νεόθηκτον, newly whetted, Suid.s.v. νεόσμηκτος.

German (Pape)

[Seite 242] = Vorigem, Plut. Al. 9; bei Suid. Erkl. von νεόσμηκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, θήγω.

Russian (Dvoretsky)

νεόθηκτος: только что отточенный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νεόθηκτος: ον = τῷ προηγ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

νεόθηκτος, -ον (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. εύθηκτος].