δινητός

Revision as of 09:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δινητή, δινητόν, whirled round, AP7.394 (Phil.).

Spanish (DGE)

(δῑνητός) -ή, -όν
que gira dando vueltas δ. πέτρος de la muela de un molino AP 7.394 (Phil.), δινητῆσι πτερύγεσσιν Epic.Alex.Adesp.4.14.

German (Pape)

[Seite 631] im Kreise gedreht; πέτρος, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on fait tourner.
Étymologie: δινέω.

Russian (Dvoretsky)

δῑνητός: вращающийся: πέτρος δ. Anth. жернов.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνητός: -ή, -όν, (δινέω) ὁ περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, Ἀνθ. Π. 7. 394.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δινητός, -ή, -όν) δινώ
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί
2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
περιστρεφόμενος.

Greek Monotonic

δῑνητός: -ή, -όν (δινέω), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δῑνητός, ή, όν adj δινέω
whirled round, Anth.