вращающийся
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Russian > Greek
περιφερής, περίφοιτος, γυροδρόμος, δινώδης, ἐπίστροφος, περιπολαῖος, δινητός, ἑλικοδρόμος, κυκλικός, περίακτος