ἰσχυροκάρδιος

Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἰσχυροκάρδιον, gloss on τλήθυμος, Id.

German (Pape)

[Seite 1273] festes Herzens, Erkl. von τλήθυμος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροκάρδιος: -ον, ἰσχυρὰν ἔχων καρδίαν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πλήθυμος.

Greek Monolingual

ἰσχυροκάρδιος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυκάρδιος, ταχυκάρδιος].