ναστῆρος, ὁ, (ναίω) inhabitant, Zonar.
ναστήρ, ὁ (Μ)οικιστής, κάτοικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ- του ρ. ναίω + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνηστήρ].