οικιστής

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

ο (Α οἰκιστής) οικίζω
αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας
αρχ.
1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη
2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί
(στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε αποικία.