ὁ, Dim. of πῆχυς, Anon. ap. Suid.
[Seite 611] ὁ, ein Stück Holz von der Länge eines πῆχυς, Suid.
ὁ, Αμικρός πήχυς, τεμάχιο ξύλου, ρίγα με μήκος ενός πήχυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].