-ατος, τό, appendage, Gal.5.396.
[Seite 752] τό, das Darangeknüpfte, der Anhang, Sp.
προσάρτημα: τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.
το, ΝΑ προσαρτῶκαθετί που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε κάτι άλλο, εξάρτημα.