καινοποιός
English (LSJ)
novator, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1294] neu machend, erneuernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινοποιός: -όν, κάμνω τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν πνεῦμα Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.
Greek Monolingual
καινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάτι νέο, που ανανεώνει, ο ανανεωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθοποιός, κακοποιός.