αγαθοποιός

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ἀγαθοποιός, -όν (Α)
αγαθοεργός, ευεργετικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + -ποιὸς < ποιῶ].