οἰκείωσις

Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A appropriation, οἰ. ποιεῖσθαί τινος Th.4.128: pl., profits, Vett.Val.202.17.
2 affinity, Ph.1.142, al.; attraction, affection (cf. οἰκεῖος ΙΙΙ.2b), πρός τινα Diogenian.Epicur.4.55, Ph.1.256, Stoic.1.49, al., Asp. in EN 44.27, cf. Hierocl.p.35 A.; ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰ. Plot.4.4.44; propensity, εἰς ἡδονήν Gal.5.456; τῆς ψυχῆς, opp. ἀλλοτρίωσις, Plot.3.6.1, 3.8.8, al., Porph.Sent.18; becoming familiar with, εἰς τοὺς θεούς Iamb.VP24.106.

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, das zum Verwandten, Freunde Machen, Gewinnen, Sp. Überh. Aneignung, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος, = οἰκειοῦσθαι, Thuc. 4, 128.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s'approprier ou de se concilier.
Étymologie: οἰκειόω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείωσις: εως ἡ
1 присвоение: οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινος Thuc. присваивать себе что-л.;
2 приспособление, приноравливание (τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωσις: ἡ, ἐξοικείωσις, Κλήμ. Ἀλ. 777. 2) τὸ λαμβάνειν τι ὡς οἰκεῖον ἑαυτῷ, ἰδιοποίησις, οἰκείωσιν ποιεῖσθαί τινες Θουκ. 4. 128. 3) προσαρμογή, Πλούτ. 2. 1038C.

Greek Monotonic

οἰκείωσις: ἡ (οἰκειόω), το να θεωρεί κάποιος κάτι ως δικό του, οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σε Θουκ.

Middle Liddell

οἰκείωσις, ιος, ἡ, οἰκειόω
a taking as one's own, appropriation, Thuc.