ἐπιβατικός

Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐπιβατική, ἐπιβατικόν,
A of or for the ἐπιβάται, ἡ ἐ. χρεία their service, Plb.3.95.5; τὸ ἐπιβατικόν = the complement of ἐπιβάται on board ship, Arist.Pol.1327b9, Plb.1.47.9 (pl.) (but also, payment for the ἐ., IG12.127.20, 37, cf.35).
II. ἐπιβατικά, τά, = παρενθήκη (smaller wares taken as an addition to the cargo) ΙΙ, EM357.45, Hsch.

German (Pape)

[Seite 929] ή, όν, zum ἐπιβάτης gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft, Arist. pol. 7, 6; χρεία Pol. 1, 47, 9, öfter. Bei B. A. 97, 19 wird τὰ ἐπιβατικά das genannt, ἃ οἱ ναυτικοὶ παρενθήκας λέγουσιν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβᾰτικός: судовой, корабельный: ἡ ἐπιβατικὴ χρεία Polyb. служба в морской пехоте.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἐπιβάτην, δηλ. τὸν μαχόμενον ἐκ τοῦ πλοίου στρατιώτην, καὶ λαβὼν ἐκ τοῦ στρατεύματος τοὺς ἐπιτηδειοτάτους ἄνδρας πρὸς τὴν ἐπιβατικὴν χρείαν, ὅπως χρησιμεύσωσιν ὡς μαχηταὶ ἐπιβάται, Πολύβ. 3, 95, 5:- τὸ ἐπιβατικόν, οἱ θαλασσινοί, οἱ ναῦται, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 8, Πολύβ. 1. 47, 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιβατικός, -ή, -όν) επιβάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό
μέσο μεταφοράς επιβατών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν
1. οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου
2. ο μισθός τών ναυτών
3. στον πληθ. τὰ ἐπιβατικά
μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το κυρίως φορτίο.