πυριατήριον

Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(Ion. πυριητήριον Hp.Steril.230), τό,
A vapour-bath, heated by a furnace, Eup.128, Arist.Pr.869a19, IG5(1).938 (Cythera, iii B.C.), Plu.Cim.1; τὸ π. τὸ Λακωνικόν, Lat. Laconicum, D.C.53.27; π. τὸ ἐκ τῆς σικύης Hp. l.c.
2 π. φακωτά bean-shaped hot-water bottles, Archig. ap. Aët. 9.28.

German (Pape)

[Seite 822] τό, der Ort, wo die Schwitzbäder gebraucht wurden, sudatio; Eupol. bei Poll. 9, 43; Arist. probl. 2, 29. 32; bei Plut. Cimon. 1 als ein Theil des Gymnasiums genannt.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étuve, lieu chauffé pour provoquer la sueur.
Étymologie: πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυριᾱτήριον -ου, τό [πυρία] stoombad.

Russian (Dvoretsky)

πῠριᾱτήριον: τό паровая баня, парильня Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριᾱτήριον: τό, (πυριάω) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatio, sudatorium, ἐθερμαίνετο δὲ τοῦτο διὰ καμίνου κάτωθεν (ἴδε ὑπόκαυστον), Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 30, Ἀριστ. Προβλ. 9. 29, 32, Πλουτ. Κίμων 1· τὸ π. τὸ Λακωνικόν, λατ. Laconicum, Δίων Κ. 53. 27.

Greek Monotonic

πῠριᾱτήριον: τό (πυριάω), λουτρό με ατμό, που θερμαίνεται από ένα καμίνι στο κάτω μέρος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πῠριᾱτήριον, ου, τό, πυριάω
a vapour-bath, heated by a furnace underneath, Plut.