ὕπαντρος
English (LSJ)
ὕπαντρον, (ἄντρον)
A with caverns underneath, cavernous, χώρα, γῆ, Arist.Mete.366a25, Pr.932a8, Str.9.2.16; νῆσος Theagen.17; πέτρα Ael.NA16.17.
II underground, οἶκοι Id.VH12.38.
2 dwelling under the earth, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se trouve sous une caverne, sous un abri;
2 dont les fondements sont sous terre.
Étymologie: ὑπό, ἄντρον.
German (Pape)
unten in einer Grotte, Höhle, Ael. N.A. 4.56, oft; γῆ, mit Höhlen, Arist. Probl. 23.5.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαντρος: изобилующий пещерами, пещеристый (γῆ, χώρα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαντρος: -ον, (ἄντρον) ἔχων ἄντρα κάτωθεν, πλήρης σπηλαίων, σπηλαιώδης, γῆ, χώρα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, Προβλ. 23. 5, 2, Στράβ. 406, κλπ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 17. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν κείμενος, ὑπόγειος, οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 12. 38. 2) «ὕπαντροι· οἱ ὑπὸ τὸ σπήλαιον» Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ὕπαντρος: -ον, σπηλαιώδης, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὕπ-αντρος, ον,
with caverns underneath, Strab.