τρεπτός

Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τρεπτή, τρεπτόν,
A liable to be turned or changed, Arist.Mu.392a33, S.E.M.7.434, etc.; εἰς ἄλληλα Placit.1.17.4.
2 liable to be turned, of persons, Ph.1.648; θεοί Them.Or.7.98c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tournant, changeant, variable.
Étymologie: τρέπω.

German (Pape)

adj. verb. von τρέπω, gedreht, gewendet, verändert; zu drehen, zu wenden, zu lenken, zu verändern.

Russian (Dvoretsky)

τρεπτός: [adj. verb. к τρέπω (из)меняющийся, изменчивый Arst., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., ὁ δυνάμενος νὰ τραπῇ, ἢ νὰ μεταβληθῇ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10· τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 434, Πλούτ., κλπ.· τρεπτὰ εἰς ἄλληλα Πλούτ. 2. 883Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ τρέπω
ο δεκτικός μεταβολής, ο μεταβλητός («τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.).