σιτοδόκος

Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σιτοδόκον,
A receptive of corn or bread, πήρα, γαστήρ, AP6.95 (Antiphil.), 11.60 (Paul. Sil.); later σῑτο-δόχος (q.v.).
II Subst. σιτοδόκος, ὁ, keeper of corn, Hp.Epid.4.25.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou contient du blé ou des aliments.
Étymologie: σῖτος, δέκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοδόκος:
1 принимающий пищу (γαστήρ Anth.);
2 содержащий продовольствие (πήρα Anth.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ
1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που δέχεται την τροφήσιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος: ξενο-δόχος].

Greek Monotonic

σῑτοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή σιτηρά, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδόκος: -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, πήρα, γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.

Middle Liddell

σῑτο-δόκος, ον, δέχομαι
holding food, Anth.