ἐπίρρητος

Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἐπίρρητον,
A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv. ἐπιρρήτως Poll.3.139.
II. ἐπίρρητος διαιτητής = agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.

German (Pape)

berufen, verschrieen, Xen. Oec. 4.2 und öfter bei Sp. Vgl. ἐπιβόητος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρρητος: εἴρω II] опороченный, позорный, постыдный (τέχναι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.

Greek Monolingual

ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.

Greek Monotonic

ἐπίρρητος: -ον, επαίσχυντος, επονείδιστος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπίρ-ρητος, ον
exclaimed against, infamous, Xen.