Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επαίσχυντος

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

-η, -ο(-ν)
αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αισχυντός (< αισχύνομαι «ντρέπομαι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].