περαντικός

Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

περαντική, περαντικόν,
A conclusive, Ar. Eq.1378; περαντικὸς λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219.
II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 563] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς ῥήτωρ erklärt wird durch ὁ πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à accomplir, à achever, à conclure ; t. de log. περαντικὸς λόγος sorte de syllogisme.
Étymologie: περαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαντικός -ή -όν [περαίνω] overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

περαντικός:
1 логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.);
2 логический (λόγος Diog. L.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περαίνω
αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός
2. φρ. «περαντικὸς λόγος»
(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.

Greek Monotonic

περαντικός: -ή, -όν (περαίνω), τελικός, τελειωτικός, αμφισβήτητος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περαντικός: -ή, -όν, (περαίνω) καταλήγων εἰς συμπέρασμα, λογικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. λόγος, εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - Κατὰ Σουΐδ.: «περαντικός, πέρας ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»

Middle Liddell

περαντικός, ή, όν περαίνω
conclusive, logical, Ar.