ἰσαχῶς

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῐ], Adv., (ἴσος) in the same number of ways, Arist.Metaph. 1013a16, al.; παρακολουθεῖν ἰ. τινί ib.1054a14; τἀγαθὸν ἰ. λέγεται τῷ ὄντι in as many ways as, Id.EN1096a23.

German (Pape)

[Seite 1263] auf gleich viele Arten, Arist. Nic. Eth. 1, 6, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἰσᾰχῶς: столькими же способами (παρακολουθεῖν τινι ἰ. Arst.): ἰ. καὶ τὰ αἴτια λέγεται, πάντα γὰρ τὰ αἴτια ἀρχαί Arst. (о началах) говорится в стольких же смыслах, что и о причинах, ибо все причины являются началами.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσᾰχῶς: ῑ, Ἐπίρρ., (ἴσος) κατ’ ἴσον ἀριθμὸν τρόπων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 1, 2. κ. ἀλλ.· ἰσ. τινὶ αὐτόθι 9. 2, 9, Ἠθ. Νικ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ἰσαχῶς (Α)
επίρρ. ίσα, σε ίσα μέρη, εξίσου, με ίσο αριθμό τρόπων («τἀγαθὸν ἰσαχῶς λέγεται τῷ ὄντι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + -αχῶς (πρβλ. απειραχώς, πολλαχώς, τετραχώς)].