πολλαχώς

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

πολλαχῶς ΝΜΑ
επίρρ.
1. με πολλούς και διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως («οὐκ ἑνὶ ἔδωκε τρόπω... λαμβάνειν δίκην... ἀλλὰ πολλαχῶς», Δημοσθ.)
2. με πολλές έννοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. παντ-αχ-ώς)].