ὑποτρώγω

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A eat with other things, Xenoph.22.3.
II eat by way of preparation, X.Smp.4.9.
III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.

French (Bailly abrégé)

1 manger en outre;
2 manger pour s'ouvrir l'appétit;
3 fig. ronger en dessous en parl. d'un fleuve.
Étymologie: ὑπό, τρώγω.

German (Pape)

(τρώγω), darunter od. dazu essen, Xenophan. bei Ath. II.54e; heimlich oder vorher essen, Xen. Symp. 4.9; – auch ποταμὸς τοῖχον ὑποτρώγει, von unten, allmälig benagen, unterspülen, Callim. 6 (XII.139).

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρώγω:
1 закусывать вначале, предварительно съедать (κρόμμυον Xen.);
2 (о реке), подмывать, подрывать, (τοῖχον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.

Greek Monolingual

Α τρώγω
1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)
2. τρώω πριν από το κύριο γεύμακρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)
3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).

Greek Monotonic

ὑποτρώγω: μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτρᾰγον· τρώω προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξομαι aor2 ὑπ-έτρᾰγον
to eat by way of preparation, Xen.