ἀναντίθετος

Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀναντίθετον,
A not to be contradicted, Olymp.in Phlb.p.247 S.; αἵρεσις Simp. in Epict.p.7 D., al.
II without contrary or opposite, Dam.Pr.26, Anon.in Cat.23.21.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incontestable ἡ μία ἀρχή Dam.in Phlb.62, αἵρεσις Simp.in Epict.p.7.
2 sin opuesto o contrario τοῦ δὲ ἑνὸς ἡ ἔννοια ... ἀ. Dam.Pr.26, σῶμα Anon.in Cat.23.21.
II adv. -ως sin contradicción mutua Epiph.Const.Haer.69.44 (p.192.13).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναντίθετος: -ον, πρὸς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀντείπῃ, Ὀλυμπιόδ., Σιμπλίκ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

ἀναντίθετος, -ον (Α)
1. ο αναντίρρητος
2. αυτός που δεν έχει το αντίθετο του, που δεν μπορεί να βρεθεί σε σχέση αντιθέσεως με κάτι άλλο.