πρωτοφανής
English (LSJ)
πρωτοφανές,
A appearing first, first visible, Sch.E.Hec.451: Sup., Theol.Ar.16.
II metaph., π. καλύκων, of a girl, IG9(2).649.3 (Thess.).
German (Pape)
[Seite 807] ές, zuerst erscheinend, zum ersten Male sichtbar, Sp.; im superl. πρωτοφανέστατος Theol. arithm. p. 16.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοφανής: -ές, πρώτην φορὰν φαινόμενος, Συνέσ. Ὕμν. 3. 135, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 451. Ἐπίρρ. -νῶς, Διον. Ἀρεοπ. σελ. 48.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που εμφανίζεται, γίνεται ή συμβαίνει για πρώτη φορά
νεοελλ.
συνεκδ. καταπληκτικός, ασυνήθιστος, παράδοξος («πρωτοφανής θρασύτητα»).
επίρρ...
πρωτοφανώς / πρωτοφανῶς ΝΑ
με πρωτοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -φανής (< φαίνω/ φαίνομαι), πρβλ. πολυφανής].
Léxico de magia
-ές que brilla el primero de Eros ἐπικαλοῦμαί σε ... πρωτοφανῆ, νυκτιφανῆ, νυκτιχαρῆ te invoco a ti, tú que brillas el primero, que surges de noche, que te alegras con la noche P IV 1794 del escarabajo χαῖρε ... κάνθαρε, ... αὐτογένεθλε, ὅτι δισύλλαβος εἶ, AH, καὶ π. εἶ te saludo, escarabajo, autoengendrado, porque eres bisílabo, AE, y eres el que brilla en primer lugar P IV 944