ἀναρτέομαι

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ion. Verb, used only in pf. Pass. (cf. ἀρτέομαι), to be ready, prepared to do, c. inf., ἀναρτημένου σεῦ χρηστὰ ἔργα ποιέειν Hdt.1.90; ἀναρτημένος ἔρδειν τινὰ κακῶς 6.88; ἀνάρτημαι ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7.8.γ.

Spanish (DGE)

jón. usado sólo en perf. estar dispuesto c. inf. ἀναρτημένου σεῦ ... χρηστὰ ἔργα ... ποιέειν Hdt.1.90, ἔρδειν Hdt.6.88, ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαι Hdt.7.8γ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être prêt, préparé.
Étymologie: ἀνά, ἀρτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρτέομαι: Ἰων. ῥῆμ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), προτίθεμαι, διανοοῦμαι, σχεδιάζω, ἔχω ἀπόφασιν νὰ πράξω τι· μετ’ ἀπαρ., ἀναρτημένου σευ.. χρηστὰ ἔργα.. ποιέειν Ἡρόδ. 1. 90· μαθών.. τοὺς Ἀθηναίους ἀναρτημένους ἕρδειν Αἰγινήτας κακῶς 6. 88· ἀνάρτημαι ἐπ’ αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7. 8, 3.

Greek Monotonic

ἀναρτέομαι: Ιων. ρήμα που χρησιμ. μόνο στον Παθ. παρακ. ἀνάρτημαι, είμαι έτοιμος, προετοιμασμένος να πράξω, με απαρ., σε Ηρόδ.· πρβλ. ἀρτέομαι.

Middle Liddell

[ionic Verb, only used in perf. pass.]
to be ready, prepared to do, c. inf., Hdt.: cf. ἀρτέομαι.