Χαλκιδεύς

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

έος, ὁ,
A Chalcidian, inhabitant of Chalcis, Hdt.5.74, etc.: acc. pl. Χαλκιδέας Ar.Eq. 238.
II expld. by δειλός, Hsch.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Chalcis.
Étymologie: Χαλκίς.

Russian (Dvoretsky)

Χαλκῐδεύς: έως ὁ уроженец Халкиды или житель Халкиды Her., Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

Χαλκιδεύς: έως, ἴδε χαλκίς ΙΙ.

Greek Monolingual

ο / Χαλκιδεύς, Χαλκιδέως, ΝΜΑ
1. κάτοικος της Χαλκίδας, Χαλκιδαίος
2. κάτοικος της Χαλκιδικής
αρχ.
ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύς, δειλός».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίς, Χαλκίδος + κατάλ. -εύς].