νεωλκία
English (LSJ)
ἡ, hauling up a ship into dock, Aen.Tact.17.1, Arist.Ph.253b18, Thphr. HP 5.7.2 (pl.), IG22.1028.37 (pl.): metaph., σῶμα ὥσπερ ἐν ν. τῇ σχολῇ τεθεραπευμένον Plu.2.136a.
German (Pape)
ἡ, das Unterbringen des Schiffes ins Trockene, Theophr. Bei Schol. Ap.Rh. 2.843 steht auch νεουλκία.
Russian (Dvoretsky)
νεωλκία: ἡ вытаскивание кораблей на берег Arph.
Greek (Liddell-Scott)
νεωλκία: ἡ, τὸ ἀνέλκειν πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ καθέλκειν αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2.
Greek Monolingual
νεωλκία, ἡ (Α) νεωλκός
ρυμούλκηση πλοίου μέσα σε νεώριο, νεώλκηση.